κακόδερμος

κακόδερμος
κᾰκό-δερμος, ον,
A with a bad skin, Sch.Theoc.4.63.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακόδερμος — κακόδερμος, ον (Α) αυτός που έχει κακό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δέρμος (< δέρμα), πρβλ. μονό δερμος, στερεό δερμος] …   Dictionary of Greek

  • κακοδέρμοις — κακόδερμος with a bad skin masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”